ἑτεροσκελής

ἑτεροσκελής
ἑτεροσκελής
with uneven legs
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών …   Dictionary of Greek

  • ἑτεροσκελές — ἑτεροσκελής with uneven legs masc/fem voc sg ἑτεροσκελής with uneven legs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”